Accessibility Tools

Skip to main content

«Infamy»: Η ραπ επανάσταση μιας 17χρονης Ρομά

Όταν η Γκίτα Μπουράνο ξυρίζει τα μαλλιά της και καταλύει κάθε κανόνα της κοινότητάς της, που θέλει τις γυναίκες να μην τα κόβουν ποτέ, κάνει την επανάστασή της μέσα σε μια κραταιή ακόμα και σήμερα κουλτούρα, με σκληρό εθιμικό δίκαιο.

Αυτή είναι η έφηβη πρωταγωνίστρια της πολωνικής σειράς του Netflix «Infamy» («Infamia»), που μέσα από περιστατικά της ζωής της παρουσιάζει την κουλτούρα και τη ζωή των Ρομά στην Πολωνία, εξετάζοντας παράλληλα όσα προκύπτουν από τους σκληρούς κανόνες τους οποίους όλοι οφείλουν να υπακούν αν θέλουν να ανήκουν κάπου και να είναι ασφαλείς. Επίσης, ασκεί κριτική στις αρχές του Romanipen, μιας παράδοσης που επέτρεψε στους Ρομά να επιμείνουν επί αιώνες σε παρωχημένες αντιλήψεις που στις μέρες μας είναι ανεφάρμοστες και ενίοτε καταπιεστικές.

Παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειάς της, που ζει στην Ουαλία. Μαζί με τα δυο αδέλφια της μοιάζουν να έχουν ενσωματωθεί στη μικρή κοινωνία και στο σχολικό περιβάλλον, αν και υπό φτωχικές συνθήκες. Η νεαρή κοπέλα έχει φίλους, κάνει ερασιτεχνικά ραπ και όνειρα για τη μουσική, έχει έναν νεανικό έρωτα.

Η σειρά παρουσιάζει και ασκεί κριτική στις αρχές του Romanipen, μιας παράδοσης που επέτρεψε στους Ρομά να επιμείνουν επί αιώνες σε παρωχημένες αντιλήψεις που στις μέρες μας είναι ανεφάρμοστες και ενίοτε καταπιεστικές.

Η είδηση της επιστροφής της οικογένειας στην Πολωνία διαλύει τον κόσμο της. Δεν γνωρίζει ότι στην Ουαλία τούς εξόρισε η μεγάλη οικογένεια των Ρομά πριν από χρόνια εξαιτίας των χρεών του πατέρα της, που είναι εθισμένος στον τζόγο. Φτάνει στο εύπορο σπίτι μιας φαμίλιας Ρομά σε μια μικρή πόλη της Πολωνίας και εκεί οι κανόνες είναι εντελώς διαφορετικοί από όσα γνώριζε ως τότε.

Μέσα από ένα πολύχρωμο, υπερβολικό και δελεαστικό σκηνικό αναδύονται όλες οι παθογένειες της παράδοσης, ενώ η πλοκή συνοδεύεται από τσιγγάνικα τραγούδια και μια λίστα ραπ τραγουδιών που οργανώνουν μουσικά τις αντιθέσεις ανάμεσα σε δυο κόσμους αταίριαστους και συγκρουόμενους.

Η σειρά πέφτει και σε παγίδες, γίνεται κάποιες στιγμές λίγο γλυκανάλατη, ωστόσο αναμειγνύει το δράμα με μια ιστορία για την αναζήτηση ταυτότητας και την κλασική ιστορία των εφήβων που μπαίνουν στην ενηλικίωση. Σκιαγραφεί τους σκληρούς κανόνες, την παραβατικότητα, το λαθρεμπόριο, ακόμα και τις ταξικές διαφορές στον κόσμο των Ρομά με αφορμή τον λόγο για τον οποίο επέστρεψε η οικογένεια Μπουράνο στην Πολωνία.

Έχει συμφωνηθεί ο γάμος της Γκίτα με τον γιο ενός συνεργάτη της οικογένειας, με τον οποίο οι δοσοληψίες είναι παράνομες. Έτσι όμως θα ενισχυθεί η οικογενειακή επιχείρηση, οι μπίζνες θα εξαπλωθούν στην Τσεχία και θα αποπληρωθούν τα χρέη του πατέρα της. Το κορίτσι βγαίνει απότομα από την εφηβική του άγνοια και αντιδρά όσο μπορεί στο πεπρωμένο του.

Πρέπει να αποχωριστεί τα σορτσάκια και τα παντελόνια της, γιατί οι γυναίκες Ρομά φορούν φούστες, δεν πρέπει να βάφεται γιατί οι γυναίκες Ρομά είναι από τη φύση τους όμορφες, δεν μπορεί να είναι χορτοφάγος και αναγκαστικά θα τιμά τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, θα είναι υπάκουη και θα σέβεται τον λόγο του άντρα και τις αποφάσεις της οικογένειας. Οι πολιτισμικές αρχές του Romanipen πρέπει να τηρούνται ευλαβικά, αλλιώς «έξω από το μαντρί τους τρώει ο λύκος». Η ζωή είναι εξασφαλισμένη μόνο αν ακολουθείς τους κανόνες, που δεν αλλάζουν και δεν αμφισβητούνται.

Όταν η Γκίτα θα πάει σχολείο, έχοντας δώσει μεγάλη μάχη με την οικογένειά της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την προκατάληψη των συμμαθητών της. Θα αποκρύψει την ταυτότητά της αρχικά, λέγοντας ότι είναι από τη Βραζιλία και την Ουαλία, και μόνο όταν το ψέμα της αποκαλυφθεί θα δούμε την πίεση που δέχεται, την ένταση στις σχέσεις Πολωνών και Ρομά, το πώς λειτουργούν οι ακροδεξιές φράξιες αλλά και τη σχεδόν μηδενική ανοχή που δείχνει η κοινωνία αυτού του μικρού τόπου.

Η ζωή στην Ουαλία προστάτευε την Γκίτα από τον ρατσισμό που αντιμετωπίζει η κοινότητα των Ρομά· στο λύκειο, όπως και στο σπίτι της, νιώθει ξένη. Όταν την αποκαλούν Τσιγγάνα στους διαδρόμους του σχολείου αυτό αντηχεί σαν βρισιά, η απομόνωσή της είναι δραματική, ενώ δεν διστάζουν να της φωνάξουν να γυρίσει στην Ουαλία. Το αισιόδοξο κομμάτι στη σειρά τη δείχνει να καταφέρνει να κάνει δυο-τρεις φίλους, που κι εκείνοι πρέπει να περάσουν τα εμπόδια της ανατροφής και της συντηρητικής πολωνικής κουλτούρας τους για να την αποδεχτούν.

Ενώ η κουλτούρα των Ρομά, με την πιθανή εξαίρεση της μουσικής και μερικών εκπροσώπων της λογοτεχνίας και της τέχνης, παλεύει να βρει τον δρόμο της και να γίνει αποδεκτή από την κοινωνία και τις τάσεις της, η Γκίτα θα δώσει μάχη να κάνει το πρώτο βήμα της στη μουσική, που είναι το όνειρό της. Η σειρά δεν μπορεί να προτείνει πολιτικές λύσεις, περιορίζεται στη μερική χαρτογράφηση ενός τοπίου με ειλικρινείς όμως προθέσεις, φανερώνοντας την αδυναμία της πολιτικής να δώσει λύσεις, ώστε να απομυθοποιηθούν οι προκαταλήψεις.

Υπάρχει μεγάλη ελευθερία στην αφήγηση, που παίζει με τη φόρμα και τα υλικά και παρουσιάζει ελκυστικά τον κόσμο των Ρομά, χωρίς να τους ωραιοποιεί.

Μία από τις ωραιότερες σκηνές, στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς, είναι αυτή που κόβει τα μακριά της μαλλιά, φορώντας το νυφικό που της έχουν ετοιμάσει, ενώ ακούγεται το «Barbie Girl» στην εκτέλεση της βελγικής γυναικείας χορωδίας Scala των Kolacny Brothers. Η Γκίτα είναι μια αντι-Barbie, Ρομά, Πολωνή και Ουαλή ράπερ που τραγουδάει υπέροχα τα παραδοσιακά της φυλής της και ονειρεύεται να συνδέσει τα δύο είδη στην καινούργια της ζωή, όταν θα μπορεί να διεκδικήσει μια ταυτότητα και να είναι ο εαυτός της. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το soundtrack της σειράς, με τη σύγχρονη ραπ της Πολωνίας να πρωταγωνιστεί και να συνδέεται με το «Υou should see me in a crown» της Billie Eilish, το «Places» της Lou Doillon και το «Boys don't cry» του Mikolas Josef.

Στην Πολωνία, η Γκίτα είναι ξένη στο σπίτι των Ρομά που τη φιλοξενούν, όπως και στις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Η μητέρα της, η Viola (Magdalena Czerwińska), προσπαθεί να την καθοδηγήσει, αλλά συχνά συναντά αντίσταση που οφείλεται περισσότερο στην ηλικία της Γκίτα παρά στην κληρονομιά της.

Ένα βράδυ έρχεται στο σπίτι για δείπνο ο γιος της οικογένειας, ο Γιάνκο (Josef Fečo), που, εν αγνοία της Γκίτα, προορίζεται για αρραβωνιαστικός της. Στο πλαίσιο του φλερτ τής δίνει εντολή να του φέρει ένα ποτό κι αυτό δεν αρέσει και πολύ στη μέλλουσα νύφη. Ο Γιάνκο παίρνει τον χυμό του, πριν όμως η Γκίτα τον φτύνει.

Η Γκίτα έχει άλλα σχέδια από αυτά που της έχουν ετοιμάσει. Θέλει να ραπάρει, να πάει στο κολέγιο και, πάνω απ' όλα, να είναι με αυτόν που έχει ερωτευθεί, τον Ταγκάρ (Καμίλ Πιοτρόφσκι), ένα αγόρι Ρομά που απειλεί να διαλύσει τον προσχεδιασμένο γάμο. Καθώς η ζωή που δεν θέλει προχωράει κανονικά, με επισκέψεις στον μέλλοντα σύζυγό της και τα συνεχή προβλήματα του πατέρα της με τον τζόγο, προσπαθεί να χαράξει τη δική της πορεία.

Οι ενδοοικογενειακές εντάσεις δεν είναι οι μόνες που στοιχειώνουν το σενάριο του «Infamy». Όταν μια ηρωίδα ρωτάει την Γκίτα από πού είναι και παίρνει την απάντηση «από την Ουαλία», εκείνη ψελλίζει «Brexit» ως εξήγηση

Πηγή : lifo.gr