Accessibility Tools

Skip to main content

Romáland: Η νέα παράσταση της Στέγης με θέμα τη ζωή των Ελλήνων Ρομά

Ανέμελοι νομάδες; Μεγάλοι καλλιτέχνες; Θύματα κοινωνικών κατασκευών ή επικίνδυνοι και παραβατικοί; Τι τελικά είναι και τι δεν είναι οι Ρομά;

Μετά από πολύμηνη έρευνα, από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τις Σέρρες, η παράσταση Romáland των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη φιλοδοξεί να αφηγηθεί ένα ανεστραμμένο ταξίδι στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την οπτική γωνία των Ρομά, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση από 2 έως 26 Νοεμβρίου.

Ακολουθώντας την παράδοση του είδους του θεάτρου-ντοκιμαντέρ, η παράσταση διαμορφώνεται με τη συμμετοχή Ρομά πρωταγωνιστών, που αφηγούνται ζωντανά τις πραγματικές τους ιστορίες, στοχεύοντας να αναδείξει τους πολλαπλούς κοινωνικούς αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν και τις καθημερινές προσπάθειές τους να τους ξεπεράσουν. Ρομά που έχουν ζήσει σε καταυλισμούς, που όταν μεγάλωσαν αποφάσισαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, που αγνοούσαν την καταγωγή τους για χρόνια, που άλλαξαν την πορεία που είχε προαφασίσει η κοινωνία για αυτούς ανεβαίνουν στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης για να μιλήσουν για όσα πρέπει επιτέλους να ακούσουμε. Γιατί όπως χαρακτηριστικά λέει ένας από τους ήρωες του έργου «Πώς καταλαβαίνεις πως κάποιος είναι Ρομά;».

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η κοινότητα των Ελλήνων Ρομά χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Είναι μία από τις παλαιότερες της Ευρώπης. Γλωσσολογικές μελέτες αποδεικνύουν, με βάση το πλήθος ελληνικών λέξεων στη Ρομανί γλώσσα, την ιστορική σχέση με το Βυζάντιο και τον ελλαδικό χώρο. Κι όμως, μέχρι την πτώση της δικτατορίας στη χώρα, οι Έλληνες Ρομά ζούσαν σε καθεστώς ανιθαγένειας. Παρά την πολιτογράφησή τους, το 1979, και τα βήματα που έχουν γίνει από τότε, πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να ζουν εκτεθειμένοι σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και πολλαπλής ευαλωτότητας, σε γκετοποιημένες περιοχές ή καταυλισμούς, κουβαλώντας το στίγμα του επικίνδυνου «Άλλου / Ξένου», καταδικασμένοι διαχρονικά σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σε ένα διαρκές «είναι και δεν είναι», όπως λέει και η φράση με την οποία είθισται να ξεκινούν τα τσιγγάνικα παραμύθια.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ απασχόλησαν οι δολοφονίες δύο νεαρών Ρομά στο πλαίσιο καταδίωξής τους από την αστυνομία, του Νίκου Σαμπάνη στην Αθήνα και του Κώστα Φραγκούλη στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο υποθέσεις πρόκειται σύντομα να εκδικαστούν από την ελληνική δικαιοσύνη και αποτελούν εμβληματικά γεγονότα με θύματα τσιγγάνους, που όμως δεν είναι τα μόνα. Από το εργατικό ατύχημα στη γέφυρα που κατέρρευσε στην Πάτρα μέχρι την οκτάχρονη Όλγα στο Κερατσίνι, που εγκλωβίστηκε από μια πόρτα εργοστασίου και πέθανε αβοήθητη, τερατώδη περιστατικά βίας και αδιαφορίας φανερώνουν ότι οι ζωές των Ρομά στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται συχνά ως «ζωές ανάξιες να βιωθούν» (αυτή ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε το ναζιστικό καθεστώς για να χαρακτηρίσει άτομα που θεωρούσε ότι δεν είχαν «δικαίωμα στη ζωή».)

Παράλληλα, όμως, και σε πλήρη αντίφαση με τα πραγματικά περιστατικά ρατσιστικής βίας, η λαϊκή φαντασία αρέσκεται να βλέπει τους τσιγγάνους ως ανέμελους διασκεδαστές, παιδιά της φύσης που ζουν έξω από νόρμες και κανόνες. Ωστόσο, υπάρχει τόσο χαώδης διαφορά ανάμεσα στους Ρομά και τους «μπαλαμούς»; Ειδικά αν κοιτάξουμε μερικές γενιές πίσω, θα βρούμε πολλούς και πολλές, γιαγιάδες και παππούδες μας, που δεν τελείωσαν καν το δημοτικό, που τους πάντρεψαν ενάντια στη θέλησή τους, που ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους θυσιάζοντας τις δικές τους επιθυμίες, μέχρι και που έζησαν ως περιπλανώμενοι νομάδες στηρίζοντας την επιβίωσή τους στη διαρκή μετακίνηση. Γιατί λοιπόν η ζωή των Ρομά μάς φαίνεται τόσο μακρινή;

Επτά χρόνια μετά την Καθαρή Πόλη, την πιο πολυταξιδεμένη πανευρωπαϊκά θεατρική παραγωγή της Στέγης, με πρωταγωνίστριες μετανάστριες καθαρίστριες στην Ελλάδα, οι σκηνοθέτες και δραματουργοί Ανέστης Αζάς και Πρόδρομος Τσινικόρης επιστρέφουν, κι αυτή τη φορά προσπαθούν να προσεγγίσουν τη ζωή των Ελλήνων Ρομά, ανατρέχοντας σε γεγονότα, παίζοντας με τα στερεότυπα και αποφεύγοντας τη ρομαντικοποίηση. Όπως αναφέρουν οι δύο δημιουργοί: «Πάντα προσπαθούμε να υπηρετήσουμε ένα θέατρο που συνδιαλέγεται με το παρόν. Και στη συγκεκριμένη παράσταση ακολουθούμε το μοντέλο της Καθαρής Πόλης, με την έννοια ότι η θεατρική σκηνή, δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα μέσο ψυχαγωγίας, αλλά και ως δημόσιο βήμα για να ακουστούν άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται σχεδόν καθόλου στη δημόσια σφαίρα ή δεν εμφανίζονται στην “πολλή πραγματικότητα”. Υπό αυτή την έννοια ερχόμαστε σε σύγκρουση με μια κατασκευασμένη πραγματικότητα και τη συμπληρώνουμε με άλλες αφηγήσεις, φιλοδοξώντας με τις παρεμβάσεις ενάντια στην αδικία και στους αποκλεισμούς να δημιουργήσουμε ένα νέο αφήγημα.»

Πηγή : lifo.gr