Accessibility Tools

Skip to main content

Το άγνωστο πάρκο της Αθήνας με το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον

Ένας πιτσιρικάς με την παλιά εμφάνιση του Μέσι από την Μπάρτσα στήνει την μπάλα στο κόρνερ. Πάει λίγα μέτρα πίσω από το Αφηρημένο του Κώστα Κουλεντιανού και στοχεύει τους συμπαίκτες του, που έχουν μαζευτεί όλοι μπροστά από την μπρούντζινη Πόλη του Γιάννη Αβραμίδη. Στην άλλη άκρη, ο τερματοφύλακας μπροστά από τις Γενικές Μεταφορές του Γιάννη Γαΐτη βρίσκει ευκαιρία να τα πει με τη μαμά του: «Θα διαβάσω μόλις γυρίσουμε! Το υπόσχομαι, άσε με τώρα».

Ανήμερα της εθνικής επετείου για το ΟΧΙ και ο υπαίθριος χώρος της Εθνικής Γλυπτοθήκης στο Άλσος Στρατού στο Γουδή είναι γεμάτος παιδιά. Κάποια κάνουν τσουλήθρα από το βάθρο στο οποίο έχει στηθεί ένα μνημείο για τους πεσόντες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ένα τσούρμο μικρά κοριτσάκια προσπαθούν να μιμηθούν τη χορογραφία από τον Χορό του Ζαλόγγου του Γεωργίου Ζογγολόπουλου. Το τίμημα της ελευθερίας το αντιλαμβάνεσαι καλύτερα μέσα από το παιχνίδι παρά σκυμμένος σε ένα βιβλίο ιστορίας. 

Πάρτι στα γλυπτά

«Δεν νομίζω πως οι επιμελητές και οι υπεύθυνοι της Γλυπτοθήκης χαίρονται ιδιαίτερα όταν βλέπουν παιδιά να σκαρφαλώνουν ή να κάθονται πάνω στα γλυπτά, όμως αυτό δεν είναι το νόημα της τέχνης, να τη βιώνεις, να πει κάτι σ’ εσένα προσωπικά;» με ρωτά η Ιλεάνα που βρίσκεται στο πάρκο οργανώνοντας το πάρτι του γιου της. Mε πλησίασε για να με ρωτήσει αν έχουμε έρθει για το πάρτι, της δείχνω με το δάχτυλο τον γιο μου που έχει σταθεί κάτω από τον Δωδεκάκτινο τροχό του Θόδωρου. Όχι, απαντώ ευγενικά, αλλά νομίζω πως θα μείνουμε αρκετή ώρα προσπαθώντας να μαντέψουμε πόσο γερά είναι τα συρματόσχοινα που συγκρατούν αυτή την μπάλα. Τη ρωτώ αν γίνονται συχνά πάρτι εδώ και μου λέει ότι τα τελευταία έξι χρόνια διοργανώνει σε αυτό το πάρκο τα γενέθλια των αγοριών της, του 12χρονου Νικόλα και του 10χρονου Βίκτωρα. «Σήμερα, αν και αργία, ήρθαν όλοι. Την πρώτη φορά που προσκάλεσα γονείς σε πάρκο, με κοιτούσαν όλοι περίεργα. Οι Έλληνες δεν αντέχουμε το κουβάλημα και αποζητάμε το σόου, νομίζουμε πως τα παιδιά χρειάζονται φουσκωτά, ανιματέρ και ταχυδακτυλουργούς για να περάσουν καλά. Είναι μαντρωμένα σε τέσσερις τοίχους όλη την εβδομάδα, απλώς θέλουν να τρέξουν», υποστηρίζει. Η ίδια ήρθε πρώτη φορά στη Γλυπτοθήκη όταν ο μεγάλος της γιος ήταν τεσσάρων χρονών. «Άγγιζε τα γλυπτά με τα χέρια του, σαν να τα χάιδευε. Όσο κι αν νομίζουμε πως δεν τα συγκινεί η τέχνη, κάτι τους αφήνει αυτή η επαφή». 

Με ενημερώνει πως για τους γονείς που δεν έχουν επισκεφθεί ξανά τη Γλυπτοθήκη «κλείνει» μια ξενάγηση στο Κτίριο Α, όπου βρίσκεται η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής, και για τα παιδιά μια αντίστοιχη δράση στα γλυπτά του πάρκου. «Μένουμε στο Ψυχικό και για εμάς είναι μια κοντινή απόδραση, που την επιλέγουμε όλους τους μήνες του χρόνου. Τα καλοκαίρια ερχόμαστε πιο αργά και φεύγουμε στις 8.30 το βράδυ».

Τους αφήνω και προχωρώ στην άλλη πλευρά του πάρκου, πίσω από τα δύο κτίρια της Εθνικής Γλυπτοθήκης. Ο Αφούσης από τους Γκιντίκι ακούγεται δυνατά: βλέπω ένα ηχείο ακουμπισμένο σε ένα χαμηλό κτίριο και στο βάθος κάτω από ένα δέντρο διακρίνω ένα μεγάλο τραπέζι. Έχει στηθεί γλέντι κανονικό. «Η Αναστασία κλείνει τα πέντε», με ενημερώνει ο πατέρας της, ο Γιάννης, δείχνοντας ένα κοριτσάκι που κρύβεται πίσω από τα ανθρωπάκια του Γαΐτη. Πώς μάθατε για το πάρκο; «Μένουμε στου Ζωγράφου. Ερχόμασταν και όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά», παρεμβαίνει η γιαγιά.

Ξενάγηση στο εσωτερικό

Το επόμενο πρωί έχω ραντεβού με την υπεύθυνη της Συλλογής Νεοελληνικής Γλυπτικής, Τώνια Γιαννουδάκη, για να με ξεναγήσει στο εσωτερικό της Γλυπτοθήκης. Μπροστά από την είσοδο, δύο κοριτσάκια έχουν παρκάρει τα ποδήλατά τους και παρατηρούν το Ερωτικό του Θόδωρου Παπαγιάννη. «Η γλυπτική φαίνεται πιο συναρπαστική στα παιδιά», υποστηρίζει η κ. Γιαννουδάκη, που με υποδέχεται στην πόρτα. «Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1900, η συλλογή γλυπτικής όμως θεσμοθετήθηκε το 1918, καθώς δεν προβλεπόταν ανάμεσα στις αρχικές συλλογές», με ενημερώνει. Το 1934 πραγματοποιείται η πρώτη έκθεση με  τέσσερα γλυπτά στο Πολυτεχνείο, όπου τότε στεγαζόταν η Εθνική Πινακοθήκη. Το 1992, όταν αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Μουσείου η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, ξεκινά σχεδόν αμέσως ενέργειες για να βρεθεί χώρος να φιλοξενηθεί η συλλογή γλυπτικής. Το κατορθώνει το 2003, όταν ο στρατός παραχώρησε τα δύο κτίρια των παλιών βασιλικών στάβλων στο Γουδή. Τον Ιούνιο του 2006 εγκαινιάζεται η έκθεση της μόνιμης συλλογής στο Κτίριο Α. (Το Κτίριο Β παρουσίασε αρχικά περιοδικές εκθέσεις και στη συνέχεια και μέχρι το 2020 φιλοξένησε μέρος της μόνιμης συλλογής έργων ζωγραφικής.) 

Η μόνιμη έκθεση, οργανωμένη σε ενότητες, ακολουθεί χρονολογική σειρά. Στεκόμαστε μπροστά σε έναν γυάλινο τοίχο με 40 αριστουργηματικούς φεγγίτες από την Τήνο. «Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, η γλυπτική σταδιακά ατονεί και χάνει την αίγλη που είχε στην αρχαιότητα. Στα μεταβυζαντινά χρόνια επιβιώνει μέσα από τη λαϊκή τέχνη, τα μεταλλόγλυφα, τα ξυλόγλυπτα και τα λιθανάγλυφα», εξηγεί η κ. Γιαννουδάκη. «Τα υπέρθυρα αυτά από ανώνυμους Τήνιους τεχνίτες αποτελούν έξοχα δείγματα λαϊκής γλυπτικής, πριν δηλαδή από την εμφάνιση της ακαδημαϊκής τέχνης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ανάμεσά τους και ο Ανεμόμυλος, μια αρχιτεκτονική πλάκα που φιλοτέχνησε ο μαρμαρογλύπτης Χατζηαντώνης Λύτρας, πατέρας του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα».

Προχωράμε προς την επτανησιακή σχολή που άνθισε στις αρχές του 19ου αιώνα και στεκόμαστε μπροστά στην προτομή του Πλάτωνα (1815) του Κερκυραίου Παύλου Προσαλέντη, του πρώτου γλύπτη με ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Ακολουθεί ο νεοκλασικισμός, μια αισθητική τάση που χαρακτήρισε την αρχιτεκτονική και την τέχνη στην Ελλάδα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Εδώ συναντάμε τον Βοσκό με το κατσικάκι (1856) του Γεωργίου Φυτάλη, το παλαιότερο γλυπτό της έκθεσης από την κυρίως Ελλάδα, αλλά και έργα του Γεωργίου Βρούτου, του Λεωνίδα Δρόση, του Ιωάννη Κόσσου. Η κ. Γιαννουδάκη μού υπενθυμίζει πως με τα έργα των καλλιτεχνών αυτών συναντιόμαστε καθημερινά περνώντας, για παράδειγμα, από την Ακαδημία Αθηνών, όπου ο Δρόσης έχει επιμεληθεί τον γλυπτικό διάκοσμο, αλλά και από το Ζάππειο, όπου υπάρχει ο μαρμάρινος ανδριάντας του Κωνσταντίνου Ζάππα από τον Γεώργιο Βρούτο. «Είναι τόσο μέσα στην καθημερινότητά μας αυτά τα γλυπτά, που πια τα προσπερνάμε, δεν τα βλέπουμε», παρατηρεί η κ. Γιαννουδάκη. 

Το 1869 με τον Δημήτρη Φιλιππότη έχουμε μια στροφή στον ρεαλισμό. Τα θέματα δεν είναι πλέον μυθολογικά ή αλληγορικά, αλλά αντλούν από την καθημερινή ζωή. Στεκόμαστε μπροστά από το έργο Χρήστος, ο Αράπης του 1874 από τον Ιωάννη Βιτσάρη και μαθαίνουμε την ιστορία του. «Ο Χρήστος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μια γραφική φυσιογνωμία της Αθήνας που πόζαρε ως μοντέλο σε έργα του Γύζη και του Λύτρα. Ο Βιτσάρης έχει φιλοτεχνήσει το έργο με ρεαλιστική διάθεση, και μάλιστα έχει βάψει τον γύψο μαύρο, για να αποδοθεί το σκούρο χρώμα του μοντέλου». Το 1875, το έργο παρουσιάστηκε στην έκθεση των Ολυμπίων και, παρά τη βράβευσή του, χαρακτηρίστηκε μια «ιδέα ατυχής».

Κεφάλι Σατύρου και Κοιμωμένη

Σχεδόν απέναντι, πάλι σε βιτρίνα λόγω του ευπαθούς γύψου, βρίσκεται το Κεφάλι Σατύρου (1878) του Γιαννούλη Χαλεπά. «Ο Χαλεπάς ήταν ο γλύπτης που αντέστρεψε τους όρους και απέδωσε ένα μυθολογικό θέμα με ρεαλιστικούς όρους. Θα δείτε πως η μύτη του είναι σπασμένη. Ο ίδιος έλεγε πως το χαμόγελό του τον τρέλαινε. Το έργο το φιλοτέχνησε όταν άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Το γρατζούναγε, το μουντζούρωνε, προσπαθούσε να το σπάσει», τονίζει η επιμελήτρια. Το έργο τελικά προστέθηκε στη Συλλογή της Πινακοθήκης το 1937 με δωρεά της Τράπεζας της Ελλάδος. Μέσα στο ψηλοτάβανο κτίριο των παλιών βασιλικών στάβλων δεν θα μπορούσε να λείπει, φυσικά, η Κοιμωμένη του Χαλεπά. «Το 1980, όταν διευθυντής ήταν ο Δημήτρης Παπαστάμος, είχε κάνει μια προσπάθεια να διασώσει έργα στο Α΄ Νεκροταφείο. Ήρθε σε επαφή με τον Δημήτρη Μπέη, τότε δήμαρχο Αθηναίων, και ζήτησε να γίνουν εκμαγεία από δεκατρία σημαντικά γλυπτά του Α΄ Νεκροταφείου. Ένα από αυτά ήταν και η Κοιμωμένη. Το εκμαγείο έγινε το 1980 όταν το γλυπτό δεν είχε υποστεί τόση φθορά· τώρα, δυστυχώς, είναι στο κακό του χάλι», σχολιάζει η κ. Γιαννουδάκη.

Το 1885, o Λάζαρος Σώχος, ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε τον «έφιππο» Κολοκοτρώνη, είναι ο πρώτος γλύπτης που αποφασίζει να μετεκπαιδευθεί στη γαλλική πρωτεύουσα. «Μέχρι τότε όλοι οι Έλληνες πήγαιναν στο Μόναχο ή στη Ρώμη. Όμως ο Ροντέν ήταν λόγος για να πάει κανείς στο Παρίσι», εξηγεί η υπεύθυνη της Συλλογής Γλυπτικής. Μέχρι το τέλος της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, οι σπουδαιότεροι Έλληνες καλλιτέχνες ασπάζονται τις ιδέες του Ροντέν και των επιγόνων του, του Μαγιόλ, του Μπουρντέλ, του Ντεσπιό. Σε αυτή την ενότητα συναντάμε τη Σκύλα (1955) του Θανάση Απάρτη στον προαύλιο χώρο του Κτιρίου Α, το Κεφάλι του Κάιν (1922), του Λουκά Δούκα αλλά και δύο αγάλματα από μπρούντζο με τις μορφές των Γιάννη Μόραλη και Χρήστου Καπράλου, που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Παππάς την περίοδο 1936-1937.  

«Παρατηρήστε πόσο πιο σχηματική είναι η απεικόνιση στη μορφή του Γιάννη Μόραλη. Ο Παππάς εδώ επικεντρώνεται στο ουσιώδες, προαναγγέλλοντας έτσι και την αφαίρεση που θα ακολουθήσει τις επόμενες δεκαετίες». Και χωροταξικά το έργο στέκεται ανάμεσα στην ανθρωποκεντρική γλυπτική και την απόρριψη της παραστατικής απεικόνισης που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια. Οι καλλιτέχνες αγκαλιάζουν την απλοποίηση και την αφαίρεση, ενώ στρέφονται και σε άλλα υλικά, όπως σίδερο, ατσάλι και μέταλλο. Εξαιρετικά δείγματα, μέσα και έξω από το κτίριο, μαγνητίζουν το μάτι. Η Μοναξιά (1966) από μπρούντζο του Αχιλλέα Απέργη, η εντυπωσιακή, σιδερένια Ανάπτυξη του Κύκλου (1986) της Άλεξ Μυλωνά αλλά και η Σπείρα (πριν από το 1993) του Κώστα Δικέφαλου από μαύρο μάρμαρο μας δείχνουν πως οι καλλιτέχνες αξιοποιούν κάθε ερέθισμα του παρελθόντος ή της σύγχρονης πραγματικότητας και δημιουργούν πλέον με όλα τα υλικά, παλιά και νέα. Η έκθεση ολοκληρώνεται με το έργο Απόλλων/Απ’όλον (2007) του Άγγελου Παπαδημητρίου. «Το έργο από παπιέ μασέ, πορσελάνη, πολυεστέρα και σίδερο συνδυάζει ευρηματικά στοιχεία της αρχαιότητας με αυτά της νεοελληνικής πραγματικότητας για να καταδείξει αυτή τη στάση ζωής, του αράγματος, της ξάπλας. Είναι η αναπαράσταση του μεγαλείου του Νεοέλληνα», σχολιάζει η κ. Γιαννουδάκη, ολοκληρώνοντας την ξενάγηση.

ΙΝFO → Εθνική Γλυπτοθήκη, Άλσος Στρατού, Γουδή / nationalgallery.gr

Πηγή : kathimerini.gr